- απόζευξις
- (-εως) η1) распрягание, отпрягание; 2) отцепление (вагонов); 3) тех отключение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀπόζευξις — unyoking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόζευξιν — ἀπόζευξις unyoking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόζευξη — η (Α ἀπόζευξις) [αποζευγνύω] νεοελλ. η αποσύνδεση αρχ. το λύσιμο ζώου από τον ζυγό … Dictionary of Greek
ἀποζεύξῃ — ἀποζεύξηι , ἀπόζευξις unyoking fem dat sg (epic) ἀποζεύγνυμαι aor subj mid 2nd sg ἀποζεύγνυμαι aor subj act 3rd sg ἀποζεύγνυμαι fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)